Ο Άγιος Στέφανος ονομάζεται Πρωτομάρτυρας, γιατί ήταν ο πρώτος που μαρτύρησε για τον Χριστό, αν εξαιρέσουμε βέβαια τα 14.000 νήπια που θανάτωσε ο Ηρώδης.

Και ο Πρωτοδιάκονος Στέφανος όμως, με πολύ θάρρος, κήρυττε στους συμπατριώτες του για τον Χριστό κι έλεγε ότι αυτός ο Χριστός, που είχε έρθει κι έζησε ανάμεσα τους κι έκανε τόσα θαύματα, μέχρι που αφού τον σταύρωσαν, αναστήθηκε, για να χαρίσει σε όλους την ανάσταση, αυτός ήταν ο Μεσσίας που τόσους αιώνες περίμεναν. Οι Ιουδαίοι τότε τον έφεραν στο δικαστήριο μπροστά στους αρχιερείς, όμως κανένας δεν μπορούσε να αντισταθεί στη θεία σοφία και στη Χάρη του Αγίου Πνεύματος με την οποία μιλούσε και εξηγούσε
όλα όσα έλεγε από την Παλαιά Διαθήκη για το πρόσωπο του Χριστού και όσα συνέβησαν με τον Χριστό, όταν ήρθε στη Γη. Όταν μάλιστα τον είδαν τη στιγμή που τελείωνε τον λόγο του, το πρόσωπό του ήταν σαν πρόσωπο αγγέλου· έλαμπε σαν τον ήλιο από τη Χάρη του Θεού που τον πλημμύριζε. Δεν άντεχαν να τον βλέπουν και, από τη ντροπή που ένιωθαν, τον έσυραν έξω με μανία και τον λιθοβόλησαν. Κάθε σημείο του σώματός του που χτυπούσαν οι πέτρες, έλαμπε σαν αστέρι. Κι εκείνος, ασάλευτος, ευχόταν μόνο κι έλεγε: «Κύριε, μην τους λογαριάσεις αυτή την αμαρτία». Ώσπου έπεσε και σε λίγο ξεψύχησε. Οι χριστιανοί πήραν το ιερό σώμα του και το έθαψαν με ευλάβεια.