Η Άννα, η μητέρα της Θεοτόκου, επειδή πέρασε όλη σχεδόν τη ζωή της στείρα, χωρίς να γεννήσει παιδί, παρακαλούσε προσευχόμενη στο Θεό, μαζί με τον άνδρα της Ιωακείμ, να τους χαρίσει ένα παιδί.
Και αν γινόταν αυτό, αμέσως θα το αφιέρωναν στο Θεό. Και πράγματι, ο Θεός ευδόκησε και εισάκουσε τις προσευχές τους, και η Άννα γέννησε την Υπεραγία Θεοτόκο. Όταν Αυτή έγινε τριών χρονών, Την πήραν οι γονείς Της και αφιέρωσαν τη Θυγατέρα τους στο Θεό, αφού Την πήγαν στο Ναό.
Την παρέδωσαν στον αρχιερέα Ζαχαρία, ο οποίος αφού Την παρέλαβε, Την εισήγαγε στα Άγια των Αγίων, όπου εκεί μόνο ο αρχιερέας έμπαινε μια φορά το χρόνο.
Αλλά ο Ζαχαρίας γνώριζε δι' αποκαλύψεως τι έμελλε να συμβεί δια της Κόρης Αυτής. Εκεί η Παρθένος έμεινε δώδεκα χρόνια. Όλο αυτό το διάστημα ο Αρχάγγελος Γαβριήλ καθημερινά προμήθευε την Παναγία με ουράνια τροφή.
Βγήκε τότε, όταν ήλθε η ώρα του Θείου Ευαγγελισμού για να συμβάλει στη σάρκωση του Σωτήρα Χριστού, που είναι «ο αγαπήσας ημάς και δους παράκλησιν αιωνίαν και ελπίδα αγαθήν εν χάριτι» (Β' Θες. 2:16). Ο Οποίος, δηλαδή, μας αγάπησε και μας έδωσε παρηγοριά που δε θα έχει τέλος, αλλά θα είναι αιώνια, και μας χάρισε ελπίδα αγαθών ουρανίων.